μπαρμπέτα

μπαρμπέτα
η
1. μακριά γενειάδα στο πάνω και στο κάτω σαγόνι
2. φαβορίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barbetta, υποκορ. τού barba «γένι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαβορίτα — η (λ. γαλλ., κυρ. στον πληθ.), γένια που διατηρούνται δεξιά και αριστερά στο πρόσωπο από τη μέση του μάγουλου και πάνω, μπαρμπέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”